ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ: ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Τοῦ κ. Ἀπόστολου Νικολαΐδη,

Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

Ξεκινῶ μέ μερικές διευκρινίσεις πού ἀπαντοῦν καί σέ τυχόν ἀπορίες πού δημιουργεῖ ὁ τίτλος τῆς εἰσήγησης.

1) Ἡ πορεία ἑνός θεσμοῦ, ὅπως εἶναι καί ἡ Ἐκκλησία, δέν ἔχει ὅρια οὔτε κατανοεῖται μεμονωμένα. Ἐντάσσεται στή γενικότερη πορεία τῶν θεσμῶν καί τῆς κοινωνίας πού τούς γέννησε.

2) Μέ τό ἴδιο σκεπτικό ἡ πορεία τῆς κοινωνίας δέν εἶναι ἄσχετη πρός τήν πορεία καί τήν ποιότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ περιβάλλοντος. Ἡ κρίση γιά παράδειγμα τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογένειας δέν εἶναι κρίση πού ἐντοπίζεται μόνο στήν κοινωνία, ἀλλά κρίση πού διαπιστώνεται καί στήν ἐκκλησιαστική ζωή. Ἄλλωστε μεταξύ τῶν δύο περιβαλλόντων ἰσχύει ἡ ἀρχή τῶν συγκοινωνούντων δοχείων, κάτι πού δέν διαπιστώνουν μόνο οἱ κοινωνιολόγοι, ἀλλά καί ἡ ἴδια ἡ ἐκκλησιαστική Ἱστορία: "Εἰ γάρ τις παρατηρήσει, συνακμάσαντα εὑρήσει τά τε δημόσια κακά, καί τά τῶν Ἐκκλησιῶν δυσχερῆ. Ἤ γάρ κατά ταυτό κινηθέντα εὑρήσει, ἤ ἐπακολουθοῦντα ἀλλήλοις καί ποτέ μέν τά τῶν Ἐκκλησιῶν ἡγούμενα, εἶτα αὖθις ἐπακολουθοῦντα τά δημόσια· ποτέ δέ καί τοὔμπαλιν"1.

3) Ἡ ἐκκλησιαστική προσέγγιση, στήν ὁποία προβαίνουμε δέν περιλαμβάνει θεολογική προσέγγιση, μολονότι τήν προϋποθέτει ἤ παραπέμπει σ' αὐτήν. Καταγράφει ὄχι τό ἰδεῶδες ἤ τό ζητούμενο, ἀλλά τήν πραγματικότητα. Γιατί δυστυχῶς ἡ θεολογία ὄχι μόνο ἀπέχει ἐνίοτε ἀπό τήν πράξη, ἀλλά καί ἐπιστρατεύεται γιά νά τή δικαιολογεῖ.

4) Ὅταν ὁμιλοῦμε γιά κρίση καί κάνουμε διαπιστώσεις, ὀφείλουμε νά εἴμαστε περισσότερο κριτικοί καί πολύ λιγότερο ἐφησυχαστικοί. Αὐτήν τήν ἀρχή ἀκολουθῶ καί ἐγώ.

1. Στή σχέση γάμου καί οἰκογένειας ἡ Ἐκκλησία τοποθετήθηκε μέ δύο τρόπους ὑποβοηθούμενη ἀπό ἀντίστοιχες θεολογικές γνῶμες. Ἄλλοτε ταύτισε γάμο καί οἰκογένεια καί ἄλλοτε τά διέκρινε. Στήν πρώτη περίπτωση ἔθεσε ὡς μοναδικό σκοπό τοῦ γάμου τήν τεκνογονία. Στή δεύτερη εἶδε τό γάμο ὡς κάτι τό ξεχωριστό ἀπό τήν οἰκογένεια, ἄν δεχθοῦμε ὅτι οἰκογένεια ὑπάρχει μόνο μέ τή γέννηση τέκνων. Ἔδωσε δηλαδή στό γάμο μιά σχετική αὐτονομία, μέ τό σκεπτικό ὅτι ὁ γάμος ἔχει καί ἄλλους σκοπούς ἐκτός τῆς τεκνογονίας καί μέ τό ἐνδεχόμενο ὁ γάμος νά εἶναι ἄπαιδος..

2. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει πολλούς λόγους νά ἐνδιαφέρεται τόσο γιά τό γάμο ὅσο καί τήν οἰκογένεια. Δέν εἶναι τυχαῖος ὁ παραλληλισμός Ἐκκλησίας καί οἰκογένειας καί ὁ χαρακτηρισμός τῆς δεύτερης ὡς "κατ' οἶκον Ἐκκλησίας". Ἡ ἐκκλησιαστική ζωή εἶναι μέρος καί προέκταση τῆς οἰκογενειακῆς, ἄν λάβουμε

1 ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Ἱστορία Ἐκκλησιαστική 5, PG 67, 565a.

ὑπόψη ὅτι στήν οἰκογένεια "μεταδίδονται οἱ θρησκευτικές πεποιθήσεις..., ἐμπεδώνονται θρησκευτικές συμπεριφορές, καθιερώνονται θρησκευτικά σύμβολα, προσεγγίζονται καί βιώνονται θρησκευτικά ἤθη, κατηχοῦνται καί κοινωνικοποιοῦνται θρησκευτικά τά νέα μέλη τῆς θρησκευτικῆς κοινότητας καί γενικά ἐνεργοποιεῖται ἡ δυνατότητα σωτηρίας"2. Μέ ἄλλα λόγια ἡ οἰκογένεια παριστάνει σμικρογραφικά τήν ἐκκλησιαστική κοινότητα. Εἶναι ἄλλωστε βάσιμη ἡ ἄποψη ὅτι ἡ ἑνότητα καί συνοχή ἤ ἡ διάσπαση καί ἀποξένωση τῆς οἰκογενεικακῆς ζωῆς παραπέμπει ταυτόχρονα καί στήν ἑνότητα ἤ τή διάσπαση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας. Ἔτσι μποροῦμε ἐκκλησιαστικά νά ἐξηγήσουμε τόν ἀγώνα τῆς Ἐκκλησίας γιά τή διατήρηση τῆς οἰκογενειακῆς παράδοσης, τή σταθερή της προσήλωση στή μονογαμία, τήν ἐμμονή της στή θρησκευτική ὁμοιογένεια τῶν συζύγων, τήν ἀπόρριψη νεοφανῶν μορφῶν "οἰκογένειας" (ὁμοφυλόφυλοι), τήν ἀγωνία της γιά τήν αὔξηση τῶν διαζυγίων, τήν ἔντονη διάθεσή της νά ρυθμίζει τίς σχέσεις τῶν συζύγων καί τῆς οἰκογένειας (ἱεράρχηση προσώπων καί ρόλων, ρύθμιση τῆς ἐρωτικῆς τους ζωῆς, κ.ἄ.).

Ὑπάρχει ὅμως καί μιά περισσότερο πρακτική καί λειτουργική σχέση. Ἄν λάβουμε ὑπόψη ὅτι σκοπός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ εὐαγγελισμός τῆς ἀλήθειας καί ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου καί ὅτι γιά νά ἐκπληρώσει αὐτό τό σκοπό χρειάζεται ὄχι μόνο πιστά μέλη, ἀλλά καί ἀξιόλογα στελέχη, τότε κατανοοῦμε τό ἐνδιαφέρον γιά τίς προϋποθέσεις καί τήν ποιότητα τῆς πηγῆς γέννησης ὅλων αὐτῶν, δηλαδή τῆς οἰκογένειας. Μιά συγκροτημένη οἰκογένεια προϋποθέτει τήν τέλεση ἑνός εὐλογημένου γάμου, ὅπου οἱ δύο ὁμολογοῦν πίστη στό μυστήριο καί ἀποδοχή τῶν κανόνων πού μέσω τοῦ μυστηρίου θέτει τό ἐκκλησιαστικό σῶμα. Ἀπό τήν πίστη καί τήν ἐκκλησιαστικότητα τῶν συζύγων ἐξαρτᾶται τόσο ὁ τρόπος καί ἡ ἀποτελεσματικότητα μετάδοσης τῆς πίστης στήν ἑπόμενη γενεά ὅσο καί ἡ ποιότητα αὐτῆς τῆς πίστης, ἀλλά καί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους πού αὐτή παράγει. Ἐξάλλου πολλά ἐξαρτῶνται καί ἀπό τόν τρόπο ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν. Ἀπό τήν ἀνατροφή ἐξαρτᾶται σέ μεγάλο μέρος ἄν τά νέα μέλη ἀποδεχθοῦν τήν πρόσκληση τῆς Ἐκκλησίας γιά τή στελέχωσή της.

3. Ὡς πρός τό βαθμό συνειδητῆς συμμετοχῆς τῶν οἰκογενειῶν στό ἐκκλησιαστικό σῶμα διαπιστώνουμε δύο προβλήματα. Τό πρῶτο σχετίζεται μέ τήν ποσότητα καί τό ἄλλο μέ τήν ποιότητα συμμετοχῆς. Τό ἐρώτημα λοιπόν εἶναι, πόσες οἰκογένειες μετέχουν μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο στήν ἐκκλησιαστική ζωή καί πόσες ἀπό αὐτές μετέχουν συνειδητά καί ἐνεργά. Στατιστικά στοιχεῖα γιά τόν τόπο μας δέν ὑπάρχουν. Ὡστόσο εἶναι προφανές ὅτι ἡ συμμετοχή καί στίς δύο περιπτώσεις εἶναι περιορισμένη. Οἱ αἰτίες ποικίλουν. Γιά τήν εὐθύνη τοῦ κοσμικοῦ περιβάλλοντος μίλησαν οἱ προηγούμενοι. Ἡ ἀπαίτηση καί ὁ ἀγώνας τῶν θεσμῶν στή σύγχρονη ἐκκοσμικευμένη πραγματικότητα γιά χειραφέτηση ἀπό τό θρησκευτικό παρελθόν συμπαρασύρει καί τό θεσμό τῆς οἰκογένειας. Ἡ αὐξημένη κατά πολύ προσέλευση γιά τέλεση θρησκευτικοῦ γάμου καί ὁ πολύ μειωμένος ἀριθμός τέλεσης πολιτικοῦ γάμου δέν ἀναιρεῖ τήν παραπάνω διαπίστωση. Γιατί τό ἐρώτημα δέν εἶναι πόσοι τελοῦν θρησκευτικό γάμο, ἀλλά γιατί καί πῶς προσέρχονται σ' αὐτόν. Εἶναι γνωστός ὁ ρόλος τοῦ διεμπορικοῦ συστήματος, ἀλλά καί ἡ ματαιοδοξία τῶν νεοελλήνων πού δέν ἱκανοποιεῖται στό δημαρχεῖο. Τό ἐρώτημα πού ἀφορᾶ στήν ἐκκλησιαστική διοίκηση εἶναι τί κάνει ὥστε οἱ ἕλληνες χριστιανοί νά μή τελοῦν ἁπλῶς θρησκευτικό, ἀλλά ἐκκλησιαστικό γάμο. Γιατί μόνο ἀπό ἕναν ἐκκλησιαστικό γάμο μπορεῖ νά προκύψει μιά

2 ΑΠ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ, Ἑτερόδοξοι καί Ὀρθόδοξοι, Ἀθήνα 2004, σ. 135.

οἰκογένεια πού θά λειτουργεῖ ὡς μιά "κατ' οἶκον ἐκκλησία". Γίνονται κάποια πιλοτικά βήματα γιά προετοιμασία ὅσων πρόκειται νά τελέσουν θρησκευτικό γάμο3, ἀλλά δέν ἀρκοῦν. Ὑπάρχει σοβαρό ἔλειμμα ὀρθόδοξης κατήχησης καί ποιμαντικῆς προσέγγισης τῶν νέων ἀνθρώπων. Ἡ ἀνάθεσή της στόν Καίσαρα δέν ἀπαλλάσσει τήν Ἐκκλησία ἀπό τίς δικές της εὐθύνες. Ἡ Ἐκκλησία ἀρκεῖται στό νά τούς περιμένει στό Ναό, ἐνῶ δέν ἔχει συνηθίσει νά τρέχει ἀπό πίσω τους. Αὐτή ἡ τακτική ἀναγκάζει πολλούς νά τήν ἀντιμετωπίζουν μόνο ὡς ἕνα κατάστημα πού ἀναμένει τούς πελάτες μέ σκοπό νά τούς ἐκμεταλλευτεῖ. Ἔτσι ἡ συμμετοχή τῆς σύγχρονης οἰκογένειας στήν ἐκκλησιαστική ζωή εἶναι εἴτε ἀποσπασματική (βάπτιση, γάμος, κηδεία, Πάσχα, Χριστούγεννα, Δεκαπενταύγουστος) εἴτε ἐπιφανειακή μέ τήν ἐπιστράτευση τῆς λεγόμενης λαϊκῆς πίστης. Δέν ἀναφέρουμε στά Κατηχητικά σχολεῖα, ὄχι μόνο γιατί ἡ προσέλευση εἶναι πολύ μικρή, ὄχι μόνο γιατί τό ἔργο τους σαμποτάρεται ἀπό τούς ἴδιους τούς ὑπεύθυνους, ἀλλά καί γιατί ὑπάρχει ἡ αἴσθηση ὅτι λειτουργοῦν ὡς πάρεργα. Δέν ἀμφισβητῶ τή διάθεση τῆς κεντρικῆς ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης, ἀλλά τήν πραγματική διάθεση καί τήν ἱκανότητα τῶν περιφερειακῶν στελεχῶν νά κατηχήσουν σοβαρά τό λαό. Τά ἴδια θά μπορούσαμε νά ποῦμε καί γιά τό κήρυγμα πού δέν ἀποσκοπεῖ σέ μιά συνεπή καί ὁλοκληρωμένη κατήχηση καί ἐνημέρωση τῶν χριστιανῶν γιά τήν πίστη τους, ἀλλά χρησιμοποιεῖται ὡς μέσο ἐνασχόλησης καί ἐπίδειξης τῶν ἑκάστοτε ἱεροκηρύκων. Ἔτσι ἡ ἐκκλησιαστική ζωή παραμένει καί γιά τόν τόπο μας ὁ μεγάλος ἄγνωστος.

Ἀλλά καί ὅταν προσέρχεται ἕνα ζευγάρι νά τελέσει τό θρησκευτικό γάμο, ὁ τρόπος τέλεσής του ἀλλά καί ὅσα προηγοῦνται καί σχετίζονται μέ τίς πεζές προϋποθέσεις τέλεσης, ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ ἐκκλησία συνειδητά ἐπιλέγει νά ἐμφανίζεται ὡς ἕνας ἐκκοσμικευμένος θεσμός.

α)Καταρχήν δέν ἐξετάζει τίς διαθέσεις τῶν ἀνθρώπων, ἄν δηλαδή ἡ ἐπιλογή νά προσέλθουν στήν Ἐκκλησία εἶναι συνειδητή. Ἀρκετές φορές οἱ νεόνυμφοι εἶναι τελείως ἄγνωστοι στόν ἱερέα.

β) Δέν διαχωρίζει τή θέση της καί δέν διαμαρτύρεται γιά τήν προσπάθεια ἐξωεκκλησιαστικῶν φορέων καί προσώπων νά ἐργαλειοποιήσουν τό μυστήριο χάρη οἰκονομικῶν καί ἄλλων συμφερόντων. Ἀντ' αὐτοῦ συμμετέχουν καί οἱ ἴδιοι οἱ λειτουργοί σ' αὐτή τή διαδικασία.

γ) Ἀποδέχεται ἀδιαμαρτύρητα καί συνεργεῖ σέ κάθε κίνηση ἐπίδειξης καί ματαιοδοξίας.

4. Θά μποροῦσα νά κάνω λόγο γιά κρίση τῆς οἰκογένειας πού ὀφείλεται στόν τρόπο ἀντιμετώπισης εἴτε ἀπό ἐκκλησιαστικούς κανονισμούς εἴτε ἀπό μεμονωμένα στελέχη της. Ἐδῶ διαπιστώνουμε τά ἑξῆς προβλήματα:

α) Ὑπάρχουν περιπτώσεις διαζυγίων πού προκλήθηκαν ἀπό τήν παρέμβαση τοῦ πνευματικοῦ τοῦ ἑνός ἤ τῶν πνευματικῶν καί τῶν δύο στό ὄνομα μιᾶς ἀνοικονόμητης ὑπακοῆς καί μέ χαρακτηριστικά τῆς μοναχικῆς ἀσθένειας τοῦ "γεροντισμοῦ". Δραστηριοποιοῦνται αὐτόκλητα ἄγαμοι κληρικοί πού θυσιάζουν ὅλο τους τό χρόνο στό νά καθοδηγοῦν ἔγγαμους καί νά ἀπαιτοῦν μοναχικοῦ τύπου ὑπακοή τή στιγμή πού ἴδιοι εἶναι καί ἀμάνδρωτοι καί ἀνυπότακτοι. Ἔτσι γέροντας τοῦ ἤ τῆς συζύγου δέν εἶναι ὁ ἤ ἡ σύζυγος, ἀλλά ἄλλος ἤ ἄλλοι μέ πιθανό ἐνδεχόμενο τίς παλινδρομήσεις τῶν συζύγων μεταξύ αὐτοῦ πού δέν ἐπέλεξαν, δηλαδή τῆς μοναχικῆς ζωῆς, καί αὐτοῦ πού ζοῦν.

β) Ὑπάρχουν πνευματικοί πού ἐνεργοῦν ὡς ρυθμιστές τῆς συζυγικῆς ζωῆς ὡς ἐξουσίαν ἔχοντες καί ἐξ ὀνόματος τῆς Ἐκκλησίας. Πρόκειται γιά περιπτώσεις πού συγκεκριμένοι ἱερωμένοι βαπτίζουν τό θέλημά τους ἤ τήν

3 Βλ. τήν προσπάθεια τῆς Ι. Μ. ΦΘΙΩΤΙΔΟΣ μέ τήν ἵδρυση τοῦ Κέντρου Προετοιμασίας Γάμου.

ἀτομική τους γνώμη σέ ἀπόφαση καί θέση τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτός ὁ ἰδιότυπος θρησκευτικός ὑποκειμενισμός εἶναι πολύ πιό ἐπικίνδυνος ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλο ὑποκειμενισμό τῆς κοσμικῆς πραγματικότητας, ἐπειδή μέσω αὐτοῦ ἱκανοποιοῦνται ὄχι οἱ ἀνάγκες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλά τά πάθη τῶν ὑποκειμένων. Αὐτός ὁ ὑποκειμενισμός ζημιώνει ἀφενός τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας γιατί δείχνει ὅτι δέν ἔχει τίποτε τό σταθερό, ἀφοῦ ἐπιτρέπει τούς αὐτοσχεδιασμούς καί ἐραιστεχνισμούς. Ἀφετέρου προκαλεῖ ἰδιότυπα πνευματικά ἀδικήματα πού προκύπτουν ἀπό τίς συνέπειες τῶν διαφορετικῶν γνωμῶν.

γ) Ὁ ρόλος μερικῶν πνευματικῶν συχνά ἀπό διακονικός μεταβάλλεται σέ ἐξουσιαστικό. Ὄχι μόνο ἀρνοῦνται νά φέρουν αὐτοί τά βάρη τῶν κοπιώντων καί πεφορτισμένων, ἀλλά καί φορτώνουν σ' αὐτούς βάρη δυσβάστακτα. Χρησιμοποιοῦν κανόνες καί θρησκευτικές ἀπαγορεύσεις ὄχι γιά νά παιδαγωγήσουν τούς συζύγους, ἀλλά νά τούς ἐπιτιμήσουν καί νά τούς ἐλέγξουν. Κανόνες καί ἀπαγορεύσεις δέν προβάλλονται πλέον ὡς μέθοδοι, ἀλλά ὡς αὐτοσκοποί.

δ) Στήν πνευματική καθοδήγηση τῶν συζύγων συχνά διαπιστώνεται ἡ προσπάθεια μερικῶν νά εἰσέρχονται μέ τήν ἄδεια τοῦ ἑνός ἤ χωρίς τήν ἄδεια τῶν συζύγων κατά τρόπο ἀνεύθυνο καί ἄκομψο στά ἄβατα τῆς ἐρωτικῆς τους ζωῆς καί σέ ἄλλα πεδία πού σχετίζονται μέ τήν οἰκογενειακή τους ζωή, ὅπως ἡ τεκνογονία. Μερικοί προσχωροῦν καί στή διατύπωση συγκεκριμένων συνταγῶν.

ε) Προβλήματα καί ἀπορίες προκαλεῖ ἡ ἐκκλησιαστική πρακτική πού ἀπό τή μιά πλευρά θεωρεῖ τήν οἰκογένεια ὡς "κατ' οἶκον Ἐκκλησία" καί ἀπό τήν ἄλλη θεωρεῖ τή λεχώ περίπου ὡς μίασμα, γι' αὐτό καί ἀπαγορεύει τόν ἐκκλησιασμό καί τή συμμετοχή τῆς μητέρας στή Θεία Κοινωνία γιά σαράντα ἡμέρες. Τί εἶναι αὐτό πού τήν καθιστᾶ ἀκάθαρτη καί ἀνάξια νά κοινωνήσει. Μήπως ἐπειδή εἶναι ἔγγαμη καί δέχτηκε νά γίνει μητέρα ἤ μήπως ἐπειδή χαρίζει στήν Ἐκκλησία ἕνα νέο μέλος;

στ) Εἶναι ἐπίσης ἀπορίας ἄξιο πῶς, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία ἐνδιαφέρεται γιά τήν οἰκογένεια, πολύ λίγο φαίνεται νά τήν καθοδηγεῖ καί ἀκόμη πιό λίγο τή στηρίζει στό ἔργο της. Οἱ μεμονωμένες ἤ ἀποσπασμικές κινήσεις καί πρωτοβουλίες δέν ἀναιροῦν τήν παραπάνω εἰκόνα. Ἀρκεῖται συνήθως στίς ἀπό ἄμβωνος βαρύγδουπες κριτικές τῶν συζύγων καί στίς πιεστικές προτροπές νά ἐπιτελοῦν τά θρησκευτικά τους καθήκοντα καί νά φέρουν τά παιδιά τους στήν Ἐκκλησία. Σχηματίζεται ἡ ἐντύπωση ὅτι τό ἐνδιαφέρον γιά τήν οἰκογένεια ἐξαντλεῖται στή χρησιμοποίησή της ὡς ἐργαλεῖο στήριξης καί αὔξησης τοῦ θρησκευτικοῦ συστήματος καί ὄχι ὡς ἕνας ζωντανός ὀργανισμός πού χρειάζεται φροντίδα καί στήριξη. Ὅταν ἀποφασίσει ἡ Ἐκκλησία νά παρέμβει θετικά καί δημιουργικά στήν οἰκογενειακή ζωή, ἔχει νά ἐπιτελέσει μεγάλο καί σπουδαῖο ἔργο. Νά ἐνημερώσει καί νά ἐξηγήσει π.χ. τήν οὐσία καί τό ἦθος τῆς συζυγίας, τῶν συζυγικῶν ἐρωτικῶν σχέσεων, τῆς οἰκογενειακῆς συμπεριφορᾶς, τῆς γονικῆς ἐξουσίας, τῆς σχέσης καί στάσης της πρός τό εὐρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, τῆς ἀγωγῆς τῶν παιδιῶν4. Ἐννοεῖται ὅτι ὁ χαρακτήρας τῆς παρέμβασης δέν μπορεῖ νά εἶναι ἰδιοτελής, ἐμπαθής, ἐλεγχτικός καί ἀποσπασματικός, οὔτε βέβαια καί ἐξουσιαστικός.

Ὅλα αὐτά δηλώνουν καταρχήν τήν κρίση τῆς ἴδιας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποιμαντικῆς διακονίας καί λειτουργοῦν στή συνέχεια ὡς προβληματικοί οἰκογενειακοί παράγοντες.

4 Ἐνδεικτικές εἶναι οἱ Μερικές πρακτικές ὁδηγίες πού καταγράφονται στό ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, "Καλοστεριωμένοι", ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 2002 (4), σ. 29.

5. Ὑπάρχει ὅμως καί κρίση τῆς οἰκογένειας πού ὀφείλεται στή σχέση της πρός τό εὐρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Βασικό μοτίβο προσέγγισης αὐτῆς τῆς κρίσης εἶναι ἡ διαπίστωση ὅτι ἡ δομή, οἱ ἀρχές καί τό ἦθος μιᾶς οἰκογένειας ἀκολουθοῦν τήν τύχη τῆς κοινωνικῆς πραγματικότητας. Ἀπό μιά ἐκκλησιαστική ὀπτική μποροῦμε νά περιγράψουμε τήν κρίση ὡς ἑξῆς:

1) Ἡ ἐπιλογή τῶν συζύγων δέν γίνεται μέ βάση πνευματικές καί ἰδιαίτερα θρησκευτικές ἀξίες, ἀλλά μέ κοσμικά κριτήρια. Δηλαδή μέ βάση τήν κοινωνική καί οἰκονομική θέση. Σέ ἔρευνα πού δημοσιεύεται διαπιστώνεται ὅτι ἀκόμη καί μεταξύ αὐτῶν πού ἐκκλησιάζονται μόνο τό 40% ἐπιλέγει σύζυγο μέ θρησκευτικά κριτήρια. Αὐτό ἔχει ὡς συνέπεια τήν ἀπώλεια τοῦ μυστηριακοῦ χαρακτήρα τοῦ γάμου καί τήν ἀποϊεροποίηση τῆς συζυγίας.

2) Ἀπό τή σύγχρονη οἰκογένεια ἀπουσιάζει ἡ γονική αὐθεντία:στή θετική της λειτουργία. Πολλοί συνδέουν τήν ἀπουσία της μέ τήν κρίση τῆς αὐθεντίας τοῦ Θεοῦ, τῆς Θρησκείας, τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, γενικά τῶν δυνάμεων τοῦ ἀγαθοῦ. Ἡ ἔλλειψη μιᾶς ὑγιοῦς γονεϊκῆς αὐθεντίας παραπέμπει στήν ἔλλειψη συνοχῆς καί στή σύγχυση τῶν διαφορετικῶν οἰκογενειακῶν λειτουργιῶν καί χαρισμάτων.

3) Ἀνάλογα ἰσχύουν καί μέ τούς ρυθμιστές τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς. Αὐτή δέν ρυθμίζεται ἀπό παραδεδομένες ἀξίες, ἀλλά ἀπό ἐξωγενεῖς παράγοντες, πού σχετίζονται μέ τόν ἐργασιακό ὁλοκληρωτισμό, τόν καταναλωτισμό, τόν διαφημιστικό καταιγισμό, κ.ἄ. Μέ αὐτά τά δεδομένα ἡ οἰκογενειακή ζωή ὑποτάσσεται σέ ἀναγκαιότητες καί χάνει τήν ἀπαραίτητη αὐτονομία της. Ἐπιπλέον ἀνατράπηκε ἡ διαλεκτική μεταξύ ἰδιωτικοῦ καί δημόσιου χαρακτήρα τῆς οἰκογένειας, ἀφοῦ ἔχασε τόν ἰδιωτικό της χαρακτήρα, καί μετατράπηκε σέ μιά δημόσια ὑπόθεση, μέ τήν ἔννοια τῆς δυνατότητας ὅλων νά παρεμβαίνουν σ' αὐτή. Ἄλλοι καθορίζουν τίς τύχες της (κράτος, Μ.Μ.Ε.) καί ὄχι ἡ ἴδια. Ἡ οἰκογένεια ἔπαψε πλέον νά ἀποτελεῖ τό σημεῖο συνάντησης καί συμφιλίωσης ἀτόμου καί κοινωνίας5.

4) Ἡ ἀνάγκη γιά ἀνταπόκριση στίς παραπάνω προκλήσεις ἀναγκάζει τήν οἰκογένεια νά δημιουργεῖ τεχνητές ἀνάγκες πού γιά νά τίς καλύψει ἐπιστρατεύει ὅλα τά μέλη της. Ἰδιαίτερα ἐπιφορτίζει τή γυναίκα καί μέ ἄλλους ἐξωοικογενειακούς ρόλους πού τήν ἀναγκάζουν νά σχετικοποιεῖ ἤ νά ἀρνεῖται τούς παραδεδομένους ρόλους τῆς συζύγου καί μητέρας. Ταυτόχρονα ἀναπτύσσονται ἀνταγωνιστικές σχέσεις καί συμπεριφορές μεταξύ τῶν μελῶν τῆς οἰκογένειας, ἐνῶ ἐμφωλεύουν φθαρτικά πάθη, ὅπως ἡ καχυποψία, ἡ ἀνασφάλεια. Ἀκριβῶς ἐδῶ κορυφώνεται ἡ κρίση τῆς οἰκογένειας. Ἡ σύγχρονη οἰκογένεια ἔχασε τό συζυγικό της χαρακτήρα καί μετατράπηκε σέ πεδίο ἀνάδειξης καί ἀνταγωνισμοῦ τῶν ἀτομικοτήτων στό ὄνομα τῆς αὐτοδιάθεσης. Μετατράπηκε ἐπίσης σέ ἕνα μηχανικό ἐργαστήριο ἀποκατάστασης τῶν παιδιῶν (παιδοκεντρική οἰκογένεια)6 ἤ παρασκευῆς ἀνθρώπων γιά τίς ἀνάγκες τῆς οἰκονομίας.

5) Ἡ δραστική παρέμβαση τῆς νομοθεσίας στήν οἰκογενειακή ζωή, τό πνεῦμα τοῦ ἀτομικισμοῦ καί τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, ἡ ἔνταση μεταξύ τῆς ἀνάγκης γιά καταξίωση τῆς προσωπικότητας τῶν ἀτόμων καί τῆς ἀνάγκης γιά ἀνάδειξη τοῦ οἰκογενειακοῦ θεσμοῦ, ἡ καλλιεργούμενη ἀνευθυνότητα καί εὐθυνοφοβία, ἡ ἔλλειψη κοινωνικῆς συνοχῆς, καί πολλοί ἄλλοι παράγοντες εὐνοοῦν τίς ἐλεύθερες συμβιώσεις καί τήν ἐξάπλωση τῶν μονογονεϊκῶν οἰκογενειῶν. Μέ αὐτά τά δεδομένα δέν μεταβάλλονται ἁπλῶς οἱ οἰκογενειακές ἀξίες, ἀλλά

5 Βλ. περισσότερα K. LÜSCHER-FR: BÖCKLE, “Familie”, CHRISTLICHER GLAUBE IN MODERNER GESELLSCHAFT 7/ 1981, σ. 102,112 ἑξ.

6 Βλ. καί Χ. Δ. ΚΑΤΑΚΗ, Οἱ τρεῖς ταυτότητες τῆς ἑλληνικῆς οἰκογένειας, Άθήνα 1984 (2), σ. 62 ἑξ.

τίθενται ἐρωτήματα γιά τό νόημα καί τήν ποιότητα τῆς ζωῆς τῶν ἰδίων καί τῶν ἀπογόνων τους. Τό πρόβλημα ὀξύνεται μέ τήν υἱοθέτηση σύγχρονων μεθόδων τεκνοποίησης πού εἴτε ἀκυρώνουν καί ἀχρηστεύουν τήν ἀγαπητική σχέση τῶν συζύγων εἴτε τήν ὑποκαθιστοῦν. Ἀναφερόμαστε στήν ἐπέλαση τῆς Γενετικῆς στά παραδείγματα τῆς τεχνητῆς γονιμοποίησης καί τῆς κλωνοποίησης.

Μιά γενική εἰκόνα τῆς κρίσης σκιαγραφεῖται ἀπό μερικά ἐξωτερικά καί μερικά ἐσωτερικά χαρακτηριστικά: Ἐξωτερικά:Μείωση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν γάμων καί αὔξηση τῶν ἐλεύθερων συμβιώσεων, αὔξηση τῶν μονογονεϊκῶν οἰκογενειῶν, αὔξηση τῶν διαζυγίων, ἐλάττωση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν γεννήσεων ἐντός τοῦ γάμου καί αὔξησή τους ἐκτός τοῦ γάμου. Ἐσωτερικά: αὔξηση τοῦ ἀτομικισμοῦ καί μείωση τῆς αἴσθησης τοῦ ἐμεῖς, ἀπώλεια τῆς γονεϊκῆς αὐθεντίας.

Σ' αὐτή τήν κρίση ἡ Ἐκκλησία ἀπαντᾶ καί μέ τή θεολογία τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς καί μέ πρακτικά μέτρα, ὅπως ἡ ἵδρυση καί δραστηριοποίηση τῆς Συνοδικῆς Ἐποτροπῆς μας, τοῦ Κέντρου στήριξης οἰκογένειας τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν κ. ἄ.

Καί τώρα μιά ἀναφορά στήν διεκκλησιαστική ἀντιμετώπιση γάμου καί οἰκογένειας:

α. Ὁ γάμος σέ ὅλες τίς Ἐκκλησίες θεωρεῖται ὡς μιά ἱερή ὑπόθεση. Καμιά Ἐκκλησία δέν ἀρνεῖται ὅσα περιγράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος γιά τόν παραλληλισμό ἄνδρα καί γυναίκας πρός τήν Ἐκκλησία καί τό Χριστό.

β. Θά μπορούσαμε νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι ὁ τρόπος πού ἀναδεικνύεται, θεολογεῖται, ἐκκλησιολογεῖται καί ἀξιολογεῖται ἡ ὑποχρεωτική ἀγαμία τοῦ κλήρου στήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ἔχει ἐπιπτώσεις στή γενικότερη ἀντιμετώπιση τοῦ ἔγγαμου βίου7. Παρόμοιες ἀνεπίσημες ἐξάρσεις καί ἀπολυτοποιήσεις τοῦ ἄγαμου βίου ἐντοπίζονται καί στό δικό μας χῶρο, πού μεταφράζονται σέ πρακτικοῦ χαρακτήρα μανιχαϊκές θεωρήσεις τοῦ ἔγγαμου βίου καί ἄτυπη ὑποβάθμιση τοῦ ἔγγαμου κλήρου. Πρός τήν κατεύθυνση αὐτή ἑρμηνεύουν μερικοί τή διάθεση κάποιων ἀγάμων νά ἐκδικοῦνται τή δική τους ἀνελεύθερη ἐπιλογή τῆς ἀγαμίας μέ τό νά προσπαθοῦν εἴτε νά ἐπιβάλλονται στούς ἔγγαμους μέ τή βοήθεια τῶν ἐκκλησιαστικῶν πρωτοκόλων εἴτε νά τούς φορτώνουν δυσβάστακτα βάρη. Ὑπάρχει βεβαίως καί ἡ μέθοδος τοῦ ἀποκλεισμοῦ.

γ. Σέ ὅλες τίς Ἐκκλησίες μέ μιά μόνο ἐξαίρεση προβάλλεται ἡ μονογαμία. Παντοῦ ὅμως ὑπάρχει ὁ προβληματισμός τῶν ἐξωσυζυγικῶν σχέσεων. Τά πνευματικά μέτρα πού λαμβάνονται (ἀπαγορεύσεις καί ἐπιτίμια σέ Ὀρθοδοξη καί Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία) εἶναι ἀναποτελεσματικά γιά πολλούς καί διάφορους λόγους. Πολλοί δέν ἔχουν καμιά σχέση πρός τήν ἐκκλησιαστική κοινότητα καί ἑπομένως δέν τούς ἀφορῦν. Ἄλλοι μέν εἶναι μέλη της, ἀλλά δέν ἀποδέχονται τίς σχετικές ἀπαγορεύσεις. Πολύ λίγοι εἶναι αὐτοί πού ἀνταποκρίνονται σήμερα στίς ἐκκλησιαστικές ἀπαιτήσεις. Τό ἴδιο ἀναποτελεσματικός εἶναι καί ὁ ἀγώνας κατά τῆς κρατικῆς νομοθεσίας πού ἀποποινικοποιεῖ τή μοιχεία.

δ. Σέ ὅλες τίς Ἐκκλησίες δεσπόζει ὁ πατριαρχικός τύπος τῆς οἰκογένειας. Κεφαλή τῆς οἰκογένειας θεωρεῖται ὁ πατέρας πού θεμελιώνει τήν αὐθεντία του στό Θεό Πατέρα. Αὐτό ἰσχύει ἰδιαίτερα στό Λουθηρανισμό, ὅπου ἡ σχέση ἐξουσίας καί ὑποταγῆς στήν οἰκογένεια θεμελιώνεται δογματικά. Ὁ πατέρας

7 Βλ. καί SOE N.H., Christliche Ethik, München 1957, σ. 287 ἑξ.

ὡς ἀρχηγός τῆς οἰκογένειας ἐνδύεται θρησκευτικό κύρος, βασική προϋπόθεση ὑποταγῆς τῶν ὑπολοίπων μελῶν τῆς οἰκογένειας8.

ε. Σέ ὅλες τίς Ἐκκλησίες τίθεται τό πρόβλημα τοῦ οἰκογενειακοῦ προγραμματισμοῦ καί τῆς ἀντισύλληψης. Περισσότερο αὐστηρή ἐμφανίζεται ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία9. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἐκ παραδόσεως πολύ πιό ἀνοικτή στήν οἰκονομία τῶν πραγμάτων. Διαπιστώνεται πάντως ὅτι συνήθως οἱ Ἐκκλησίες ἔρχονται καί ἀναγκάζονται ἐκ τῶν ὑστέρων νά ἀντιμετωπίσουν τετελεσμένα.

στ. Τίς Ἐκκλησίες ἀπασχολοῦν καί ἐν μέρει ταλαιπωροῦν οἱ μικτοί γάμοι10. Ἡ καθεμιά θέτει ὡς βασική προϋπόθεση τέλεσης τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου τήν ἐκκλησιαστική ὁμοιογένεια τῶν συζύγων.

στ. Ὅλες οἱ Ἐκκλησίες ἀναφέρονται στήν κρίση τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογένειας καί τήν ἀποδίδουν στούς μηχανισμούς τῆς ἐκκοσμικευμένης κοινωνίας καί κυρίως στό κοσμικό φρόνημα τῶν χριστιανῶν. Ἴδια εἶναι σχεδόν καί ἡ προσπάθεια ρύθμισης τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς. Συνειδητοποιοῦν ὅμως ὅλες ὅτι τό βασικό ἐμπόδιο ἐντοπίζεται στήν ἄρνηση τῶν ἀνθρώπων νά ὑπακούουν σέ θεσμούς πού περιορίζουν τήν ἐλευθερία σκέψης καί δράσης καί ἰδιαίτερα στήν οἰκογένεια πού θεωρεῖται ὡς ἕνας κατεξοχήν χῶρος αὐτοδιάθεσης. Διαπιστώνεται πάντως ὅτι ὅπου ὑπάρχει στενή σχέση καθοδήγησης τῶν οἰκογενειῶν ἀπό κλειστές θρησκευτικές ὁμάδες ἤ ἀπό αὐστηρούς πνευματικούς, ἐκεῖ ὁ ἔλεγχος εἶναι σχεδόν ἀπόλυτος.

ζ. Σέ ὅλες τίς Ἐκκλησίες ἀναπτύσσεται ὁ προβληματισμός γιά τήν τύχη τοῦ θεσμοῦ τῆς οἰκογένειας μέ τήν αὔξηση τῶν διαζυγίων, μέ τήν ἐμφάνιση καί νομιμοποίηση τῶν νέων μορφῶν οἰκογένειας καί ἰδιαίτερα μέ τήν παρέμβαση τῆς Γενετικῆς. Ὡστόσο δέν ἀρνοῦνται τήν ἀνάγκη γιά τήν ποιμαντική ἀντιμετώπιση ὅλων τῶν προβλημάτων πού κάθε φορά ἀναφύονται. Βασικό μέσο παρέμβασης ἀποτελεῖ ἡ ἐκκλησιαστική διαπαιδαγώγηση τῶν πιστῶν.

Καί κλείνω μέ μιά σύντομη καί ἐπιγραμματική ἀναφορά στίς δυνατότητες μιᾶς θετικῆς καί σωτήριας παρέμβασης τῆς Ἐκκλησίας στήν οἰκογενειακή ζωή, γνωρίζοντας ὅτι μέ αὐτό τό θέμα θά ἀσχοληθεῖ ἰδιαίτερα ἡ Γ' Συνεδρία. Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν εἶναι σέ θέση νά θεολογήσει τό πραγματικό νόημα τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογένειας, νά ἀποκαταστήσει τή σχέση τῶν συζύγων καί τῆς οἰκογένειας πρός τό ἐκκλησιαστικό περιβάλον, νά ἐπαναφέρει τό συζυγικό της χαρακτήρα, νά ἐπαναπροσδιορίσει τίς σχέσεις ἐμπιστοσύνης, διακονίας, ἀλληλοϋποταγῆς καί ἀγάπης μεταξύ τῶν μελῶν της καί ταυτόχρονα νά ἐπαναρρυθμίσει μέ προσοχή καί πολλή διάκριση τήν ἱεραρχική τάξη σ' αὐτή11, νά ἀποενοχοποιήσει μέ πολλή ἀγάπη πτυχές τῆς συζυγικῆς ζωῆς, νά ἐπανανοηματίσει τήν οἰκογενειακή ἀγωγή τῶν νέων μελῶν, νά τή στήσει σωστά ἀπέναντι στίς κρατικές, οἰκονομικές, κομματικές καί γενικότερα κοινωνικές ἐπιδιώξεις ἐργαλειοποίησής της. Γενικά νά ἀποκαταστήσει τόν ἐκκλησιαστικό της χαρακτήρα. Ἡ σύγχρονη οἰκογένεια βάλλεται πανταχόθεν καί ἀναζητᾶ καταφύγιο. Ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά τῆς τό προσφέρει.

8 Βλ. περισσότερα H. MARCUSE, Ideen zu einer Kritischen Theorie der Gesellschaft, Frankfurt a.M. 1978 (6), σ. 76 ἑξ. K. LÜSCHER-FR: BÖCKLE, “Familie”, CHRISTLICHER GLAUBE IN MODERNER GESELLSCHAFT 7/ 1981, σ. 118 ἑξ.

9 N.H.SOE, Christliche Ethik, München 1957, σ. 297.

10 Βλ. σχετικά J. LELL, Mischehen? Die Ehe im evangelisch-katholischen Spannungsfeld, München- Hamburg 1967. Βλ. καί ΑΠ. Β. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ, Ἑτερόδοξοι καί Ὀρθόδοξοι, σ. 142 ἑξ. ὅπου καί σχετική βιβλιογραφία.

11 Γιά τήν ἱεραρχία τῶν σχέσεων βλ. π.χ. FR. DE SINGLY, Κοινωνιολογία τῆς σύγχρονης οἰκογένειας, μτφρ. Λ. Παλλαδίου, Ἀθήνα 1996, σ. 111 ἑξ.

Ιερός Ναός Αγίου Δημητρίου
Δήμου Αγίου Δημητρίου

Διεύθυνση: Πλατεία Αγίου Δημητρίου,
Άγιος Δημήτριος Αττική (17343)

Email: inad@otenet.gr
website: https://in-ad.gr

Τηλέφωνο: +30 210 9712456
Φαξ : +30 210 9715125

Εγγραφή στο Newsletter

«Με τη δύναμη του Σταυρού ο θάνατος έπαψε να είναι θάνατος, αλλά ύπνος· με τη δύναμη του Σταυρού όλα όσα μας πολεμούν, έπεσαν στη γη και καταπατήθηκαν».

Αγ. Ιω. Χρυσόστομος